νυμφευτής

νυμφευτής
νυμφευτής, ὁ (Α) [νυμφεύω]
1. ο φίλος τού γαμπρού που οδηγεί μαζί του τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού, ο παράνυμφος
2. αυτός που ενεργεί σύζευξη, που φέρνει σε σύζευξη άλλους
3. ο γαμπρός, ο σύζυγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νυμφευτής — groomsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NYMPHAGOGUS — Graece Νυμφαγωγὸς, inter nuptiales Veterum personas. Uti enim, qui in Soceri aedes, ubi nuptiae fiebant, transeuntem Sponsum deducebat, Paranymphus, Graece παράνυμφος. item Νυμφευτὴς et Πἀροχος: Sic qui Sponsam, si vidua esset, ad Sponsum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”